τσιμπολογώ — τσιμπολόγησα 1. τσιμπώ επανειλημμένα. 2. μτφ., τρώγω από λίγο και πολλές φορές: Δεν πεινάω, τσιμπολόγησα λίγο από εδώ λίγο από εκεί. 3. μτφ., συστηματικά και επιτήδεια αποσπώ μικρά χρηματικά ποσά: Τσιμπολογά ο ανεψιός το θείο και έτσι έχει πάντα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
τσιμπολόγημα — το, Ν [τσιμπολογώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπολογώ … Dictionary of Greek
γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… … Dictionary of Greek
δακρυλογώ — ( άω) σταγόνα σταγόνα, βγάζω υγρό σαν δάκρυ («χάραξαν το πεύκο και δακρυλογά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ, ψοφολογώ)] … Dictionary of Greek
δανεικολογούμαι — και δανεικολογιέμαι δανείζομαι συχνά, καλύπτω τις ανάγκες μου με δάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δανεικός + λογώ (πρβλ. δροσολογούμαι, παντρολογιέμαι, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
διψολογώ — 1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα 2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
παραχναύω — Α (για τον κόρακα) τρώγω, ροκανίζω μέρος από κάτι, δαγκώνω κρυφά, τρώγω αρπακτικά («τῶν πυρῶν παραχναῡσαι βουλόμενος», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χναύω «τσιμπολογώ»] … Dictionary of Greek
περικνίζω — Α 1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές 2. μτφ. τσιμπολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνίζω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek